- χεροπιαστός
- -ή, -ό, Νβλ. χειροπιαστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χεροπιαστός — ή, ό βλ. χειροπιαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροπιαστός — και χεροπιαστός, ή, ό, Ν 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό 2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό… … Dictionary of Greek
χειροπιαστός — χειροπιαστός, ή, ό και χεροπιαστός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί με τα χέρια. 2. ολοφάνερος: Αυτές είναι χειροπιαστές αποδείξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)